- ἀλεκτορίδων
- ἀλεκτορίςhenfem gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κἀλεκτορίδων — ἀλεκτορίδων , ἀλεκτορίς hen fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλωγμός — και κλωσμός ο (AM κλωγμός και κλωσμός) [κλώζω] ο ήχος τής φωνής τής κότας, κακάρισμα («κοράκων λαρυγγισμοῖς καὶ κλωσμοῑς ἀλεκτορίδων», Πλούτ.) μσν. αρχ. ήχος αποδοκιμασίας παρόμοιος με κακάρισμα αρχ. κροτάλισμα τής γλώσσας για παρακίνηση αλόγου … Dictionary of Greek
πολυτοκώ — πολυτοκῶ, έω, ΝΑ [πολυτόκος] είμαι πολυτόκος («τῶν ἀλεκτορίδων ἔνιαι πολυτοκήσασαι..., ὥστε καὶ δύο τεκεῖν ἐν ἡμέρᾳ», Αριστοτ.) … Dictionary of Greek